τριπενθημιμερές

τριπενθημιμερές
τριπενθημιμερής
consisting of three
masc/fem voc sg
τριπενθημιμερής
consisting of three
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριπενθημιμερής — ές, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπενθημιμερές στιχουργικό είδος, αλλ. τρισύνθετον* («γίνεται δὲ και τριπενθημιμερὲς ἐκ τούτων τὸ καλούμενον Πλατωνικόν», Ηφαιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πενθημιμερής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”